Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταρίχη θ

См. также в других словарях:

  • ταρίχη — ταρί̱χη , τάριχος 2 dead body preserved by embalming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταρί̱χη , τάριχος 2 dead body preserved by embalming neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Almuñécar — Gemeinde Almuñécar Wappen Karte von Spanien …   Deutsch Wikipedia

  • CIBUS Forruitus — Tacito, l. a. Hist. c. 5. ubi de Vespasiano, brevis et vilis, Ammiano; castrensis dicitur Ael. Spartiano in Hadriano Caes. c. 10. Ipse quoque inter manipulares vitam militarem magistrans, cibis etiam castrensibus libenter utens. Σκληρὰν δίαιταν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… …   Dictionary of Greek

  • θύννειος — θύννειος, α, ον (Α) [θύννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θύννο, στον τόν(ν)ο 2. (το ουδ. εν. ή πληθ.) τὸ θύννειον (ενν. κρέας) και τα θύννεια (ενν. κρέα) η σάρκα τού τόν(ν)ου 3. φρ. «ταρίχη θύννεια» κρέας τόν(ν)ου που διατηρείται με… …   Dictionary of Greek

  • κορδύλειος — κορδύλειος, εία, ον (Α) [κορδύλη] κατασκευασμένος από το είδος τόν(ν)ου σκορδύλη* («κορδύλεια ταρίχη» αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»